- μεγαλόβουλος
- μεγαλό-βουλος, großsinnig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μεγαλόβουλος — μεγαλόβουλος, ον (Α) αυτός που σκέπτεται σπουδαία πράγματα. επίρρ... μεγαλοβούλως (Μ) με υψηλή σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερό βουλος] … Dictionary of Greek
μεγαλόβουλος — high counselling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοβούλως — μεγαλόβουλος high counselling adverbial μεγαλόβουλος high counselling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόβουλον — μεγαλόβουλος high counselling masc/fem acc sg μεγαλόβουλος high counselling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόβουλε — μεγαλόβουλος high counselling masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek